- αποσχισις
- ἀπόσχισιςἀπό-σχῐσις-εως ἥ ответвление
(τῆς φλεβός Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς φλεβός Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόσχισις — division fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχίσει — ἀπόσχισις division fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποσχίσεϊ , ἀπόσχισις division fem dat sg (epic) ἀπόσχισις division fem dat sg (attic ionic) ἀποσχίζω split aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσχίζω split fut ind mid 2nd sg ἀποσχίζω split fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχίσεις — ἀπόσχισις division fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόσχισις division fem nom/acc pl (attic) ἀποσχίζω split aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσχίζω split fut ind act 2nd sg ἀποσχίζω split aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσχίζω split fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχισίων — ἀπόσχισις division fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀποσχίζω split fut part act masc nom sg (doric) ἀποσχίζω split fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχίσηι — ἀπόσχισις division fem dat sg (epic) ἀποσχίσῃ , ἀποσχίζω split aor subj mid 2nd sg ἀποσχίσῃ , ἀποσχίζω split aor subj act 3rd sg ἀποσχίσῃ , ἀποσχίζω split fut ind mid 2nd sg ἀποσχίσῃ , ἀποσχίζω split aor subj mid 2nd sg ἀποσχίσῃ , ἀποσχίζω split… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσχίσιος — ἀπόσχισις division fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόσχισιν — ἀπόσχισις division fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσχιση — η (AM ἀπόσχισις) βίαιη απόσπαση, αποχωρισμός νεοελλ. η αποχώρηση κάποιου από την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκει ή η μεταπήδηση του σε άλλη πολιτική παράταξη, η αποσκίρτηση αρχ. (για φλέβες) διαίρεση, διακλάδωση … Dictionary of Greek